Μονάδα Μελέτης Ύπνου

Α' Ψυχιατρική Κλινική

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Αϋπνία

Ως αϋπνία (insomnia) ορίζεται τόσο η ανεπαρκής ποσότητα του ύπνου (το άτομο δεν μπορεί να κοιμηθεί ή αδυνατεί να συντηρήσει τον ύπνο του, ανεξάρτητα από την παρουσία ή μη εμφανούς αιτίου), όσο και η κακή ποιότητά του. Τα άτομα που πάσχουν από αϋπνία αναφέρουν καθυστέρηση στην επέλευση του ύπνου (delayed sleep onset) ή/και πρώϊμη πρωϊνή αφύπνιση (early morning awakening) ή/και δυσκολία στη συντήρηση του ύπνου (sleep maintenance difficulties) κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι αϋπνικοί συνήθως απασχολούνται υπερβολικά με το πρόβλημα του ύπνου, δυσφορούν εξαιτίας της αϋπνίας, ενώ ταυτόχρονα εκφράζουν υπερβολικούς φόβους για τις ενδεχόμενες βραχυπρόθεσμες ή και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της διαταραχής στην υγεία τους, τη συμπεριφορά τους και τη γενικότερη λειτουργικότητά τους. Απαραίτητη προϋπόθεση για να τεθεί η διάγνωση της αϋπνίας είναι τα συμπτώματα που προαναφέρθηκαν να υπάρχουν τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα για διάστημα ενός μηνός. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το βασικό κριτήριο για τη διάγνωση της αϋπνίας, είναι η υποκειμενική δυσφορία αναφορικά με την ποσότητα και την ποιότητα του ύπνου και όχι το πόσο πραγματικά κοιμάται κανείς, καθόσον ο απόλυτος χρόνος του νυκτερινού ύπνου ποικίλει στο γενικό πληθυσμό.

Ο μέσος όρος ύπνου κυμαίνεται μεν γύρω στις 7,5 ώρες ημερησίως στις αναπτυγμένες χώρες, αλλά η διακύμανση είναι μεγάλη και υπάρχουν άτομα που κοιμούνται αρκετά λιγότερες ώρες από το μέσο όρο (short sleepers) χωρίς να δυσφορούν ή να επηρεάζεται η ημερήσια λειτουργικότητά τους, ενώ υπάρχουν άλλα άτομα που έχουν ανάγκη περισσότερες ώρες ύπνου (long sleepers) ώστε να νοιώσουν ξεκούραστα και με ικανοποιητική λειτουργικότητα.

Η αϋπνία διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή, ανάλογα με το κατά πόσον μπορεί να ανιχνευθεί ή όχι κάποιος υπεύθυνος αιτιολογικός παράγων. Η δευτεροπαθής αϋπνία είναι η συχνότερη μορφή αϋπνίας και αποτελεί σύμπτωμα πολλών ψυχικών και σωματικών παθήσεων, ποικίλων πρωτοπαθών διαταραχών του ύπνου, αποτέλεσμα της χορήγησης ή/και διακοπής φαρμάκων και άλλων ουσιών, και τέλος αποτέλεσμα περιβαλλοντικών επιδράσεων (θόρυβος, ενασχόληση με υπολογιστή, τηλεόραση, τρόπος ζωής κλπ).

Στην πρωτοπαθή αϋπνία, το κύριο σύμπτωμα είναι η παρουσία αϋπνίας σε συνδυασμό με μειωμένη λειτουργικότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας χωρίς να συνυπάρχει άλλη εμφανής σωματική ή ψυχική διαταραχή. Ο τύπος αυτός της αϋπνίας συνοδεύεται με συμπεριφορές που έχει υιοθετήσει το άτομο που δεν διευκολύνουν τον ύπνο, όπως η αγωνιώδης προσπάθεια να κοιμηθεί κάποιος όταν το επιθυμεί. Η υπεραπασχόληση με τον ύπνο και η υπερβολική αυτή προσπάθεια οδηγούν σε συμπτώματα αυξημένης σωματικής έντασης (ανησυχία, μυϊκή ένταση, αυξημένη αγγειοσυστολή) που είναι ασύμβατα με τον ύπνο και μοιραία οδηγούν σε αϋπνία. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε φαύλο κύκλο, όπου τα συμπτώματα της εγρήγορσης οδηγούν σε αϋπνία και υπερβολικό φόβο για αϋπνία, καταστάσεις που επανατροφοδοτούν την αύξηση του επιπέδου εγρήγορσης και τανάπαλιν. Έτσι, ο ασθενής μπορεί να κοιμάται ευκολότερα μακριά από το κρεβάτι του με το οποίο έχει αναπτύξει κακή σχέση (π.χ. μπορεί να κοιμηθεί καθιστός σε ένα ταξίδι με το τραίνο, αλλά δυσκολεύεται να τον πάρει ο ύπνος στο κρεβάτι του). Συνήθως η έναρξη της πρωτοπαθούς αϋπνίας σχετίζεται με κάποια εξωτερική ή εσωτερική ψυχοπιεστική κατάσταση που τελικά παρέρχεται, αλλά η αϋπνία παραμένει και «αυτονομείται».